εὐκταῖος

εὐκταῖος
εὐκταῖος
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου …   Dictionary of Greek

  • εὐκταῖον — εὐκταῖος of masc acc sg εὐκταῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταῖα — εὐκταῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταῖαι — εὐκταῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταιότερον — εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of adverbial comp εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of masc acc comp sg εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταιοτάτων — εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of fem gen superl pl εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταιότατα — εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of adverbial superl εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταιότατον — εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of masc acc superl sg εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταία — εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc/acc dual εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκταίας — εὐκταί̱ᾱς , εὐκταῖος of fem acc pl εὐκταί̱ᾱς , εὐκταῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”